Μετά από σύντομης διάρκειας θητείες ως οργανίστας σε εκκλησίες των πόλεων Άρνσταντ και Μύλχαουζεν στη Θουριγγία, το 1708 o Μπαχ έγινε οργανίστας στο παρεκκλήσι της αυλής του δούκα της Βαϊμάρης. Κατά την εκεί παραμονή και εργασία του, ο Μπαχ απέκτησε μεγάλη φήμη ως οργανίστας και συνθέτης –κυρίως έργων θρησκευτικής μουσικής. Το 1717 άφησε τη θέση αυτή για μία φαινομενικά κατώτερη, αυτή του αρχιμουσικού στην αυλή του πρίγκιπα Λεοπόλδου στο Κέτεν (Σαξονία – Άνχαλτ). Εκεί ωστόσο ο Μπαχ βίωσε ένα πιο φιλελεύθερο περιβάλλον, βρισκόμενος στην υπηρεσία ενός πραγματικά μουσικόφιλου ευγενούς, έχοντας στη διάθεσή του ένα αξιόλογο οργανικό σύνολο και έχοντας μεγάλα περιθώρια έκφρασης ιδίως στο χώρο της οργανικής, κοσμικής μουσικής, της οποίας ο Λεοπόλδος ήταν λάτρης. Η σύνθεση του Kοντσέρτου για βιολί σε λα ελάσσονα ανάγεται πιθανόν στην ευτυχισμένη περίοδο διαβίωσης του Μπαχ στο Κέτεν (1717-1723), κατά την οποία γράφτηκαν μεταξύ άλλων και τα περιβόητα «Βραδεμβούργια Κοντσέρτα». Ωστόσο, έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι γράφτηκε αργότερα, γύρω στα 1730, όταν ο Μπαχ ζούσε πλέον στη Λειψία. Εκεί, πέραν της θέσης του ως Κάντορα στον ναό του Αγ. Θωμά, ο Μπαχ διηύθυνε από το 1729 ως το 1741 το Collegium Musicum, μία ομάδα φοιτητών, ερασιτεχνών και λιγοστών επαγγελματιών μουσικών, που συγκεντρώνονταν τακτικά για να μοιραστούν την απόλαυση της μουσικής εκτέλεσης. Για τις ανάγκες των συναυλιών του Collegium Musicum o Μπαχ συνέθεσε υπέροχη κοσμική μουσική αλλά και αναβίωσε παλιότερα έργα του. Ήδη από τα νεανικά του χρόνια ο Μπαχ υπήρξε όχι μόνο ένας δεινός βιολιστής (ο γιος του Καρλ Φίλιπ Εμμάνουελ μάς προσέφερε τη μαρτυρία ότι έπαιζε βιολί άριστα μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του) αλλά και θιασώτης του ιταλικού κοντσέρτου, όπως αυτό έφτασε στο απόγειό του με τον Αντόνιο Βιβάλντι. Ο θαυμασμός του αυτός εκφράστηκε μάλιστα και με πλήθος υπέροχων μεταγραφών κοντσέρτων του Ενετού δασκάλου. Ο Βιβάλντι είχε ακολουθήσει και τελειοποιήσει τη μπαρόκ φόρμα κοντσέρτου, σύμφωνα με την οποία το έργο ήταν τριμερές (γρήγορο – αργό – γρήγορο) και η δομή των επιμέρους μερών βασιζόταν στην ιδέα του ritornello, ενός θέματος που παρουσιαζόταν κατά κανόνα από όλη την ορχήστρα και που περιοδικά επανεμφανιζόταν, ερχόμενο σε αντιδιαστολή με παρεμβαλλόμενα σολιστικά επεισόδια. Πράγματι και στο Κοντσέρτο σε λα ελάσσονα, ορχήστρα και σολίστ δεν μοιράζονται σχεδόν καθόλου κοινό υλικό. Τα δύο εξωτερικά μέρη έχουν μία ιδιαίτερη σοβαρότητα και στιβαρότητα που συμπορεύεται βεβαίως με άφθονες δεξιοτεχνικές προκλήσεις για τον σολίστα – ιδίως στο φινάλε. Ανάμεσά τους, το αργό μέρος προσφέρει μία λυρική στιγμή χαλάρωσης της έντασης. |